- γόγγρος
- γόγγροςconger-eelmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γόγγρος — ο (AM γόγγρος) τελεόστεος ιχθύς, χέλι τής θάλασσας, μουγγρί αρχ. ρόζος στον φλοιό τών δέντρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση ότι πρόκειται για δάνεια λέξη μεσογειακής προελεύσεως μένει αναπόδεικτη. Πιθ. πρόκειται για δημώδη τ. που μπορεί να … Dictionary of Greek
γόγγροι — γόγγρος conger eel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόγγροις — γόγγρος conger eel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόγγροισιν — γόγγρος conger eel masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόγγρον — γόγγρος conger eel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόγγρου — γόγγρος conger eel masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόγγρους — γόγγρος conger eel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόγγρων — γόγγρος conger eel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόγγρῳ — γόγγρος conger eel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγρίον — γογγρίον, το (Α) [γόγγρος] μικρός γόγγρος … Dictionary of Greek